-
1 ἐμπρήθω
A blow up, inflate, of the wind,ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481
:—[voice] Pass., to be bloated or swollen,ἐμπεπρησμένης ὑός Ar.V.36
(- πρημ- cod. R), cf. Gal. ap. Orib.8.19.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπρήθω
См. также в других словарях:
εμπρήθω — ἐμπρήθω (Α) 1. (για άνεμο) φυσώ, εμφυσώ, εξογκώνω, κάνω κάτι να φουσκώσει («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. καίω, πυρπολώ («ἐπὶ πύργων βαῑνον Κουρῆτες και ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek